- ναρκισσίτης
- ναρκισσ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A like the narcissus, [λίθος] D.P.1031, Plin.HN37.188.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναρκισσίτης — ναρκισσίτης, ὁ (Α) (για λίθο) όμοιος με τον νάρκισσο στο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκισσος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λυχν ίτης, πυρ ίτης)] … Dictionary of Greek
ναρκισσίτην — ναρκισσίτης like the narcissus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)